λευκωματουρία

λευκωματουρία
η мед. альбуминурия

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "λευκωματουρία" в других словарях:

  • λευκωματουρία — Η παρουσία πρωτεϊνών (λευκωμάτων) στα ούρα σε μετρήσιμες ποσότητες. Ονομάζεται επίσης και λευκωματινουρία, αλβουμινουρία και πρωτεϊνουρία. Τα φυσιολογικά ούρα περιέχουν ελάχιστη ποσότητα λευκώματος, η οποία δεν μπορεί να υπολογιστεί ποσοτικά με… …   Dictionary of Greek

  • λευκωματουρικός — ή, ό [λευκωματουρία] 1. αυτός που έχει σχέση με τη λευκωματουρία 2. ως ουσ. αυτός που πάσχει από λευκωματουρία …   Dictionary of Greek

  • νεφροπάθειες — Παθήσεις των νεφρών που συνήθως διακρίνονται σε παθολογικές και χειρουργικές· μερικές από αυτές αντιμετωπίζονται επιτυχώς άλλοτε με συντηρητική (φαρμακευτική) και άλλοτε με χειρουργική αγωγή. Οι παθολογικές ν. είναι συνήθως αμφοτερόπλευρες και… …   Dictionary of Greek

  • εκλαμψία — Επικίνδυνο σύνδρομο που προσβάλλει τις γυναίκες κατά την κύηση, τον τοκετό ή τη λοχεία. Το 85% των περιπτώσεων παρατηρείται στις πρωτότοκες και κυρίως κατά τους τρεις τελευταίους μήνες της κύησης ή 48 ώρες έως έξι εβδομάδες μετά τον τοκετό. Ο… …   Dictionary of Greek

  • λεύκωμα — Βλ. λ. πρωτεΐνη. * * * το (AM λεύκωμα) 1. το ασπράδι τού αβγού 2. ιατρ. μορφή κηλίδας λευκής πορσελανοειδούς όψης στον κερατοειδή τού ματιού, που προκαλείται από τραυματισμό ή εξέλκωση νεοελλ. 1. τετράδιο, συνήθως πολυτελές, στο οποίο γράφονται… …   Dictionary of Greek

  • προεκλαμψία — η, Ν ιατρ. τοξική κατάσταση τής εγκυμοσύνης που χαρακτηρίζεται από αυξημένη αρτηριακή πίεση, λευκωματουρία, ανώμαλη αύξηση βάρους και οιδήματα και η οποία μπορεί να οδηγήσει σε εκλαμψία …   Dictionary of Greek

  • πρωτεϊνουρία — η, Ν η λευκωματουρία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. proteinuria < protein (βλ. πρωτεΐνη) + uria (< ούρο)] …   Dictionary of Greek

  • τοξιναιμία — και τοξαιμία, η, Ν 1. ιατρ. η παρουσία μεγάλων ποσοτήτων βακτηριακών τοξινών στο αίμα, χωρίς ανάλογη αύξηση τού αριθμού τών μικροβίων τα οποία τίς παράγουν, όπως συμβαίνει στις περιπτώσεις νόσων από βακτήρια που δρουν με τις εξωτοξίνες τους 2. φρ …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»